- ετεροθελής
- ἑτεροθελής, -ές (Μ)αυτός που έχει διαφορετική θέληση («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῑν...», Δαμασκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -θελής (< εθέλω), πρβλ. αγαθο-θελής, κακο-θελής].
Dictionary of Greek. 2013.